- Αλεξαντρόπολ
- Πόλη της Αρμενίας που μετονομάστηκε σε Λενινακάν και πρόσφατα σε Γκιούμρι (βλ. λ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Αλεξαντρόπολ, τύμβος — Σκυθικός βασιλικός τύμβος, από τους πλουσιότερους που έχουν έρθει στο φως. Βρέθηκε το 1852 στη Νικόπολη της Ουκρανίας και ανάγεται στον 3ο αι. π.Χ. Ο τύμβος είχε συληθεί από τα αρχαία χρόνια. Οι αρχαιολογικές έρευνες μαρτυρούν ότι o νεκρός… … Dictionary of Greek
Αρμενία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή (περ. 140.000 τ. χλμ.) της δυτικής Ασίας με ασφαλή μάλλον φυσικά σύνορα. Γενικά ως Α. ορίζεται η περιοχή που εκτείνεται σε μήκος μεταξύ του άνω ρου του Ευφράτη και της λεκάνης της Ουρμίας λίμνης και σε πλάτος μεταξύ… … Dictionary of Greek
Ισαακιάν, Άβετικ — (Avetic Isaakian, Αλεξαντροπόλ [σημερινό Γκιούμρι] 1875 – Ερεβάν 1957). Αρμένιος ποιητής. Σπούδασε αρχικά σε ιερατική σχολή στο Εκμιαντσίν και συνέχισε τις σπουδές του στη Βιέννη και στη Λειψία. Όταν επέστρεψε στην πατρίδα του, έλαβε μέρος στο… … Dictionary of Greek
Κιροβακάν — (Kirovakan). Πόλη (170.200 κάτ. το 2002) της Αρμενίας, η οποία μετά την ανεξαρτησία της χώρας το 1991 μετονομάστηκε σε Βανατζόρ. Το Κ. πήρε την ονομασία του προς τιμήν του σοβιετικού πολιτικού Σεργκέι Κίροφ το 1935 (έως τότε ονομαζόταν Καρακλίς) … Dictionary of Greek